ορδινιά

ορδινιά
η
(στον Ερωτόκρ.)
1. τάξη, ετοιμασία («με σπούδα μπαίνει σ' ορδινιά», Ερωτόκρ.)
2. παραγγελία, εντολή («είχα μιαν ορδινιά παρμένη», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, -inis «τάξη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”